- αντιπάθεια
- ηαηδία, σιχαμάρα, μίσος: Αισθανόταν πάντα μεγάλη αντιπάθεια για τον άνθρωπο αυτό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀντιπαθείᾳ — ἀντιπαθείᾱͅ , ἀντιπάθεια suffering instead fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπάθεια — suffering instead fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιπάθεια — η (AM ἀντιπάθεια) αποστροφή, απέχθεια αρχ. μσν. 1. η αντίθεση, η αντίδραση 2. διαφορετική, αντίθετη επίδραση 3. το αντίδοτο 4. η ανταπόκριση των συναισθημάτων αρχ. 1. το να υφίσταται κάποιος κάτι αντίθετο (απ αυτό που θα τον ευχαριστούσε) 2.… … Dictionary of Greek
ἀντιπαθείας — ἀντιπαθείᾱς , ἀντιπάθεια suffering instead fem acc pl ἀντιπαθείᾱς , ἀντιπάθεια suffering instead fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπαθειῶν — ἀντιπάθεια suffering instead fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπαθείαις — ἀντιπάθεια suffering instead fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπάθειαι — ἀντιπάθεια suffering instead fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπάθειαν — ἀντιπάθεια suffering instead fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιπαθώ — (AM ἀντιπαθῶ, έω) [αντιπαθής] νεοελλ. αισθάνομαι αντιπάθεια για κάποιον αρχ. μσν. έρχομαι σε αντίθεση, αντιδρώ μσν. χρησιμεύω ως αντιφάρμακο αρχ. 1. επηρεάζομαι 2. δέχομαι αντίθετη επίδραση 3. (Μετρ.) εμφανίζω αντιπάθεια*, αντίσπαση του ρυθμού … Dictionary of Greek
Antipathie — (gr. αντιπάθεια antipatheia) ist eine Form der spontanen Abneigung, die sich primär dann entwickelt, wenn ein Mensch andere Personen oder Sachen und Gegenstände nicht leiden kann oder nicht mag.[1] Eine starke Antipathie kann auch als Hass… … Deutsch Wikipedia